- ποτιστάζω
- Α(δωρ. τ.) προσστάζω*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + στάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποτιστάξῃ — ποτιστάζω aor subj mid 2nd sg ποτιστάζω aor subj act 3rd sg ποτιστάζω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτιστάζων — ποτιστάζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσστάζω — και δωρ. τ. ποτιστάζω Α στάζω επί πλέον πάνω σε κάτι, επισταλάζω κάτι ακόμη … Dictionary of Greek